Ένα κρύο βράδυ του Ιανουαρίου, καθόμουν στον καναπέ και έβλεπα μια ταινία με τον Πινόκιο. Ήταν το σημείο που ο Πινόκιο έτρεχε να σωθεί από έναν χοντρό κακό κύριο. Καθώς έτρεχε έπεσε στην αγκαλιά μου. Τρόμαξα πολύ! Ο Πινόκιο μίλαγε γρήγορα και με τραβούσε από το χέρι. Πανικόβλητος μου εξηγούσε πως ο χοντρός κύριος που τον κυνηγούσε ήθελε να τον κάνει καυσόξυλα.
Ο μόνος τρόπος για να σωθεί ήταν να φτάσει στη Ντίσνεϋλαντ και να τον κάνει η νεράιδα πραγματικό αγόρι.
Στο πεζοδρόμιο είδαμε τον Μπάζ λάιτγιαρ που πήγαινε και αυτός εκεί. Μας είπε να πάμε μαζί του και ξεκινήσαμε το ταξίδι.
Στο δρόμο, για κακή μας τύχη, τρακάραμε με το ιπτάμενο καράβι του Κάπτεν Χουκ. Και τα δυο οχήματα καταστράφηκαν. Ευτυχώς, ο Μπαζ μπορούσε να πετάξει. Ανεβήκαμε στους ώμους του και συνεχίσαμε το ταξίδι. Μετά από ώρες φτάσαμε. Η νεράιδα περίμενε έξω τον Πινόκιο. Αμέσως τον ακούμπησε με το ραβδί της και έγινε πραγματικός άνθρωπος. Ο Πινόκιο γλίτωσε μια για πάντα από τον κακό άντρα.
Αισθανόμουν πολύ περήφανος για αυτό το ταξίδι. Αλλά κάτι πολύ περίεργο είχε συμβεί. Ο Πινόκιο δεν είπε ούτε ένα ψέμα!
Αισθανόμουν πολύ περήφανος για αυτό το ταξίδι. Αλλά κάτι πολύ περίεργο είχε συμβεί. Ο Πινόκιο δεν είπε ούτε ένα ψέμα!
Αποστόλης Κυριακάκης