Αυτό το ζώο που βλέπετε στην παραπάνω φωτογραφία και το οποίο μπορείτε να δείτε και σεις στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας των Μυτιληνιών της Σάμου, είναι ένα αιλουροειδές, συγγενικού της τίγρης, που ονομάζεται καπλάνι και ζούσε στη Μικρά Ασία. Πριν από 130 χρόνια αναγκάστηκε είτε από πλημμύρα του ποταμού Μαίανδρου, είτε από πυρκαγιά, να περάσει κολυμπώντας στη Σάμο. Εγκαταστάθηκε στα υψώματα γύρω από τους Μαυρατζαίους και κατασπάραζε τα ζώα τις περιοχής. Οι κάτοικοι το καταδίωξαν και το ανάγκασαν να καταφύγει σε μια σπηλιά. Μη τολμώντας όμως να μπούνε μέσα χτίσανε την πόρτα με μεγάλες πέτρες. Το άφησαν κλεισμένο περίπου τρεις μήνες ελπίζοντας ότι θα ψοφήσει από πείνα και δίψα. Αυτό όμως διατηρήθηκε στη ζωή τρώγοντας υπόλοιπα παλιών του θηραμάτων και πίνοντας το νερό που μαζευόταν σε μια γούβα της σπηλιάς. Μετά από καιρό και για να διαπιστώσουν αν είχε ψοφήσει άνοιξαν από πάνω τρύπα (αφού δεν τολμούσαν να ανοίξουν την είσοδο), κρέμασαν ένα σχοινί δεμένο σε πεύκο και κατέβηκε άοπλος, ο Γεράσιμος Γλιαρμής ο οποίος πάλεψε σώμα με σώμα με το άγριο θηρίο και έχασε τη μάχη. Στη συνέχεια κατέβηκε προς βοήθειά του ο αδερφός του Νικόλαος Γλιαρμής ο οποίος κατάφερε τελικά να πνίξει το θηρίο.
Το ζώο αυτό ταριχεύθηκε με τα μέσα της εποχής και κατέληξε να εκτίθεται σήμερα μέσα σε μια βιτρίνα στην κεντρική αίθουσα του Μουσείου μετά από δωρεά του δήμου Σαμίων. Το καπλάνι της βιτρίνας έχει ιδιαίτερη σημασία αφού από αυτό εμπνεύστηκε η λογοτέχνης κ. Άλκη Ζέη (που έζησε τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο) το βιβλίο της “Το Καπλάνι της βιτρίνας”. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Αιγαίου, Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου
Το ζώο αυτό ταριχεύθηκε με τα μέσα της εποχής και κατέληξε να εκτίθεται σήμερα μέσα σε μια βιτρίνα στην κεντρική αίθουσα του Μουσείου μετά από δωρεά του δήμου Σαμίων. Το καπλάνι της βιτρίνας έχει ιδιαίτερη σημασία αφού από αυτό εμπνεύστηκε η λογοτέχνης κ. Άλκη Ζέη (που έζησε τα παιδικά της χρόνια στη Σάμο) το βιβλίο της “Το Καπλάνι της βιτρίνας”. Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Αιγαίου, Παλαιοντολογικό Μουσείο Μυτιληνιών Σάμου
Το μυθιστόρημά της “Το καπλάνι της βιτρίνας” εκδόθηκε το 1963, έχει βραβευτεί στις Η.Π.Α. με το βραβείο Mildred L. Batchelder, για το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο μεταφρασμένο στα αγγλικά (1968) και έχει μεταφραστεί σε 30 γλώσσες.
Μιλά για τη Μέλια και τη Μυρτώ, δυο κοριτσάκια που ζουν το 1936 σ ένα νησί του Αιγαίου.
Ο παππούς τους τους διηγιέται, αντί για παραμύθια, μύθους και θρύλους για τους αρχαίους Έλληνες. Ο ξάδελφός τους ο Νίκος, φοιτητής από την Αθήνα, τις μαγεύει με την ιστορία ενός τίγρη -το καπλάνι, όπως το λένε στο νησί- που βρίσκεται βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα στη μεγάλη σάλα του σπιτιού τους. Λίγο λίγο μπλέκονται στο παιχνίδι του καπλανιού της βιτρίνας μικροί και μεγάλοι ύστερα από κάτι που συνέβηκε μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού, στις αρχές του Αυγούστου.
Μιλά για τη Μέλια και τη Μυρτώ, δυο κοριτσάκια που ζουν το 1936 σ ένα νησί του Αιγαίου.
Ο παππούς τους τους διηγιέται, αντί για παραμύθια, μύθους και θρύλους για τους αρχαίους Έλληνες. Ο ξάδελφός τους ο Νίκος, φοιτητής από την Αθήνα, τις μαγεύει με την ιστορία ενός τίγρη -το καπλάνι, όπως το λένε στο νησί- που βρίσκεται βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα στη μεγάλη σάλα του σπιτιού τους. Λίγο λίγο μπλέκονται στο παιχνίδι του καπλανιού της βιτρίνας μικροί και μεγάλοι ύστερα από κάτι που συνέβηκε μια ζεστή μέρα του καλοκαιριού, στις αρχές του Αυγούστου.
Οι βαρετές Κυριακές, ο Ίκαρος και η προπαίδεια
Την Κυριακή, το χειμώνα, είναι η πιο βαρετή μέρα. Από το πρωί, η Μυρτώ κι εγώ παίζουμε, τσακωνόμαστε , διαβάζουμε κανένα βιβλίο, αλλά το απόγευμα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίςνωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε.
Τα απογεύματα μένουμε στο σπίτι μόνες με τον παππού. Ο μπαμπάς κι η μαμά παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι ο διευθυντής του μπαμπά στην τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδερφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της, κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια , έχει έξοδο . Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του και διαβάζει τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα Αρχαία Ελληνικά. Πηγαίνουμε τότε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες πάνω τους, μοιάζουν με δάκρυα. Τότε φτιάχνουμε με τη Μυρτώ τις πιο λυπητερές ιστορίες. Τάχα πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός κι από του ΔαβίδΚόπερφιλντ. Ή πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος , κι εμείς, ντυμένες με κουρέλια , γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε ψωμί, από πόρτα σε πόρτα.
Αυτή όμως την Κυριακή βαριόμασταν όλα τα παραμύθια και τα παιχνίδια μας.
- Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι ; είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλάτελειώσω τη φράση μου.
- Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου, απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται . Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
- Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι ; είπα, και το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλά καλάτελειώσω τη φράση μου.
- Σα δε ντρέπεσαι! Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σου, απάντησε θυμωμένα η Μυρτώ.
Για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα, κάτω, στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγείται . Ο Νίκος σπουδάζει στην Αθήνα χημικός. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνουμε μαζί στην εξοχή, στο Λαμαγάρι. Ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε . Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήταν έρημος. Ήταν σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ, ΒΟΥ, ΓΑ, ΔΕ, ΚΕ, ΖΩ, ΝΗ… Ήταν ο παππούς. Όταν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Μετά ο παππούς ήρθε στη τζαμωτή, μας πήρε στην τραπεζαρία και μας έδωσε να φάμε καρύδια με μέλι.
......................................................................................................................................................................................................................................................
Δεν φανταζόμασταν ότι θα τέλειωνε τόσο άσχημα αυτή η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη όλο τα μπέρδευε. Επέμενε μάλιστα πως 7x8 κάνει 46 κι ο παππούς θύμωσε .
- Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά , δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
- Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά , δεν θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
Εγώ πηγαίνω στη δευτέρα κι η Μυρτώ στην Τετάρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν διδαχθείσες κατ’ οίκον και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δεν θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, έχει τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτονιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι «για το β α λ ά ν τ ι ό μας»
Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα που τη μάλωσε ο παππούς για την προπαίδεια, γιατί ρώτησα αν θα μπορέσει στ’ αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να ξέρω εγώ ότι, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει απέξω κι ανακατωτά την προπαίδεια;
Μπορούσε, όμως, ποτέ Κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα…
- Αχ, να πηγαίναμε σχολείο… λέω δυνατά, αλλά η Μυρτώ κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
- ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
- ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη κάτω από τα σκεπάσματα.
Αυτά δεν ήταν β υ ζ α ν τ ι ν ά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. ΕΥ-ΠΟ, θα πει πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠΟ, πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί, τις Κυριακές, σχεδόν πάντα, απαντούσαμε ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ.
Να ’χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: ΕΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
Το «καπλάνι» της Άλκης Ζέη έχει δυο μάτια: ένα μαύρο και ένα ολογάλανο. Όταν κοιτά τον κόσμο με το μαύρο μάτι φέρνει την καταστροφή. Όταν τον κοιτά με το ολογάλανο μάτι φέρνει συμφιλίωση και ευημερία. Μήπως ήρθε η ώρα όλοι μας να ανοίξουμε το ολογάλανο μάτι και να κοιτάξουμε κατάματα τον κόσμο μας;
Ένα πολύ καλό βιβλίο που προτείνουμε ανεπιφύλακτα για τους μικρούς μαθητές μας.